Εφυγε σήμερα από τη ζωή ο Ευάγγελος Σπανός, ιδρυτής της «Βιοϊατρικής». Ο Ευάγγελος Σπανός νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Σωτηρία», έχοντας προσβληθεί από τον κορωνοϊό. Ο θάνατός του ανεβάζει τον συνολικό αριθμό των θυμάτων της νόσου στη χώρα μας στα 109.
Δείτε: Στους 109 οι νεκροί από τον κορονοϊό στην Ελλάδα – Κατέληξε ένας ακόμα άνδρας
O Eυάγγελος Σπανός γεννήθηκε το 1943 στη Σίνδο Θεσσαλονίκης και το 1969 πήρε το πτυχίο Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ και έπειτα από δέκα χρόνια έλαβε διδακτορικό στην Εργαστηριακή Ενδοκρινολογία, από το Πανεπιστήμιο Λονδίνου.
Το 1981 προχώρησε στην ίδρυση της Βιοϊατρικής και το 1986 στη δημιουργία του πρώτου πολυδύναμου διαγνωστικού κέντρου στην Ελλάδα.
Οπως είχε περιγράψει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, επιστρέφοντας από το Λονδίνο με PhD, ονειρευόταν ακαδημαϊκή καριέρα. «Ο Βρετανός καθηγητής μου με παρότρυνε να ανοίξω δικό μου εργαστήριο. “Πώς, αφού δεν έχω χρήματα;”, του είπα. “Θα σε βοηθήσω εγώ”, μου απάντησε. Με μετοχικό κεφάλαιο 200.000 δραχμές το 1981 ανοίξαμε ένα μικρό ενδοκρινολογικό εργαστήριο, στην οδό Μιχαλακοπούλου. Η σύζυγός μου ήταν τηλεφωνήτρια και αιμολήπτρια, εγώ, μαζί με μια βοηθό, έκανα τις εξετάσεις. Με πλεονεκτήματα την εισαγωγή ραδιοϊσοτόπων στον προσδιορισμό των ορμονών, για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα, και την εφαρμογή τεχνικών ποιοτικού ελέγχου, γίναμε γνωστοί και δεν σταματήσαμε να αναπτυσσόμαστε».
Στην ίδια εκείνη συνομιλία περιέγραφε τα πρώτα χρόνια της ζωής του: «Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα ρημαγμένη, που έβγαινε από τον Εμφύλιο. Διακοπές δεν έκανα ποτέ ως παιδί. Οταν δεν είχα σχολείο, τα καλοκαίρια, από τις έξι το πρωί μέχρι το βράδυ δούλευα στα χωράφια μας. Ποτίζαμε τα βαμβάκια. Ημασταν ξυπόλυτοι μέσα στα νερά, με εκατομμύρια κουνούπια γύρω μας. Στο χωριό υπήρχε μόνο ένας φούρνος. Οσους είχαν τη δυνατότητα να τρώνε αγοραστό ψωμί, τους ζηλεύαμε. Στα περισσότερα σπίτια οι γυναίκες έφτιαχναν το δικό τους ψωμί, σε μεγάλες ποσότητες, για να περάσει η οικογένεια μια ολόκληρη εβδομάδα. Τις πρώτες μέρες ήταν καλό, μετά γινόταν σκληρό, σαν πέτρα, δεν τρωγόταν. Σε ηλικία δεκατριών ετών είχα ήδη αποφασίσει πως θα έκανα ό,τι μπορούσα, θα εργαζόμουν σκληρά ώστε να ξεφύγω από αυτή τη φτώχεια».